- ολογραφία
- (I)ημέθοδος δημιουργίας ενός και μόνου φωτογραφικού ειδώλου χωρίς χρήση φακού, τού οποίου το αποτύπωμα, που λέγεται ολόγραμμα ή ολογράφημα, παρουσιάζει το αντικείμενο σε τρεις διαστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. holographic < holo- (< όλος) + (photo)graphie (< φως + -γραφία)].————————(II)ολογραφία, ἡ (Α) [ολόγραφος]ιδιόγραφη διαθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.