ολογραφία

ολογραφία
(I)
η
μέθοδος δημιουργίας ενός και μόνου φωτογραφικού ειδώλου χωρίς χρήση φακού, τού οποίου το αποτύπωμα, που λέγεται ολόγραμμα ή ολογράφημα, παρουσιάζει το αντικείμενο σε τρεις διαστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. holographic < holo- (< όλος) + (photo)graphie (< φως + -γραφία)].
————————
(II)
ολογραφία, ἡ (Α) [ολόγραφος]
ιδιόγραφη διαθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γκαμπόρ, Ντένις — (Dennis Gabor, Βουδαπέστη 1900 – 1979). Ούγγρος φυσικός επιστήμονας. Αποφοίτησε το 1924 από το πολυτεχνείο του Βερολίνου, από το οποίο έλαβε διδακτορικό τίτλο το 1927. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του παρακολουθούσε παράλληλα μαθήματα στη σχολή… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”